-
1 εκκρισις
- εως ἥ1) отделение, высвобождение(ἔκκρισιν λαβεῖν μέ δύνασθαι Plut.)
2) физиол. выделение (действие и вещество)(τοῦ ὑγροῦ περιττώματος Arst.)
-
2 διαντικος
-
3 θῡμίᾱσις
θῡμίᾱσις, ἡ, das Räuchern, Diosc.; – das Verdampfen, Arist. Meteorl. 4, 9 ἡ ὑπὸ ϑερμοῦ καυστικοῦ κοινὴ ἔκκρισις ξηροῦ καὶ ὑγροῦ.